- οίακας
- οβλ. οίαξ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Οἴακας — Οἴαξ handle of rudder masc acc pl Οἶαξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἴακας — οἴᾱκας , οἴαξ handle of rudder masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν … Dictionary of Greek
οιακοδείκτης — ο ναυτ. όργανο το οποίο δείχνει τον αριθμό τών μοιρών τής γωνίας την οποία σχηματίζει ο οίακας σε σχέση με τον διαμήκη άξονα τού σκάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος, «τιμόνι» + δείκτης] … Dictionary of Greek
πηδόκρανο — το, Ν ναυτ. το ανώτατο άκρο τού πηδαλίου μικρού σκάφους, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται ο οίακας, το διάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηδόν + κρανον (< *κρᾶνον, πρβλ. κρανίον). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek